κατάπλεος

κατάπλεος
κατάπλεος, -ον και αττ. τ. κατάπλεως, -ων (Α)
1. εντελώς γεμάτος από κάτι
2. γεμάτος ρύπους, ρυπαρός, κατασπιλωμένος («γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -πλεος / -πλεως (< πίμπλημι «είμαι γεμάτος»), πρβλ. εκ-πλεος, περί-πλεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατάπλεα — κατάπλεος quite full neut nom/voc/acc pl κατάπλεος quite full nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάπλεον — κατάπλεος quite full masc/fem acc sg κατάπλεος quite full neut nom/voc/acc sg καταπλέω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) καταπλέω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπλέων — κατάπλεος quite full masc/fem/neut gen pl καταπλέω pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάπλεοι — κατάπλεος quite full masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάπλεων — κατάπλεω̆ν , κατάπλεος quite full masc/fem/neut gen pl κατάπλεω̆ν , κατάπλεος quite full masc/fem acc sg κατάπλεω̆ν , κατάπλεος quite full neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάπλεως — κατάπλεω̆ς , κατάπλεος quite full adverbial κατάπλεω̆ς , κατάπλεος quite full masc/fem nom pl κατάπλεω̆ς , κατάπλεος quite full masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάπλεω — κατάπλεω̆ , κατάπλεος quite full masc/fem/neut nom/voc/acc dual κατάπλεω̆ , κατάπλεος quite full masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάπλεως — κατάπλεως, ων (Α) (αττ. τ.) βλ. κατάπλεος …   Dictionary of Greek

  • κατάπλεῳ — κατάπλεῳ̆ , κατάπλεος quite full masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”